-
1 ξανθός
A yellow, of various shades, freq. with a tinge of red, brown, auburn, ;ἔστι δὲ τὸ ξ. ἐν τῇ ἴριδι χρῶμα μεταξὺ τοῦ τε φοινικοῦ καὶ πρασίνου χρώματος Arist.Mete. 375a11
;ξανθὸν ἐρεύθεσθαι AP12.97
(Antip.): in [dialect] Ep. mostly used of fair, golden hair, ξ. κόμη, χαίτη, of Achilles, Il.1.197, 23.141 ; ξ. τρίχες, of Odysseus, Od.13.399, 431 ; κάρη ξ. Μενέλαος (but usu. ξ. M. alone) 15.133 ; also of women,ξ. Ἀγαμήδη Il.11.740
; (but ξ. Δημήτηρ golden corn, Il.5.500, etc.) ; so later, of Helen, Sapph.Supp.13.5 ; of Athena and the Graces, Pi.N.10.7, 5.54 ; of Harmonia, E.Med. 834 (lyr.) (but in later Gr. of complexion, Cleom.2.1) ; of dyed hair,τὴν γυναῖκα τὴν σώφρον' οὐ δεῖ τὰς τρίχας ξ. ποιεῖν Men.610
; also of horses, bay,ἵππων ξ. κάρηνα Il.9.407
, cf. 11.680 ;ξ. πῶλοι Alc.Supp.8.14
, S.El. 705 ;βοῶν ξανθὰς ἀγέλας Pi. P.4.149
;ξ. λέων Id.Fr. 237
;πώλου δίκην, ἥ τις.. θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο S.Fr.659.4
, etc.2 after Hom. of all kinds of objects,ἄρτοι ξ. Xenoph.1.9
; ξανθῶν σπονδὰς μελιτῶν v.l. in Emp. 128.7 ;ἴων ξ. ἀκτῖνες Pi.O.6.55
; ξ. νεφέλα, of gold, ib.7.49 ;μέλι Simon.47
;φλόξ B.Fr.3.4
;ἀκτῖνες πυρός Sopat.13
; ; of wine,ξ. Ἀφροδισία λάταξ S.Fr. 277
(lyr.) ; of a roast pigeon, Ar. Ach. 1106 ; ξανθαῖσιν αὔραις ἀγάλλεται exults in its yellow fragrance, of a fried fish, Antiph.217.22 : in Medic., freq. of bile, Hp.VM19, etc.: [comp] Comp. : [comp] Sup.-ότατος, βόστρυχοι Pherecr. 189
.II Ξάνθος, parox., as pr. n.,1 a stream of the Troad, so called by gods, by men Scamander, Il.20.74, etc.2 a horse of Achilles, Bayard, the other being Βαλίος, Piebald, 16.149.3 name of a man, D.H.1.28, etc.4 fem., a city of Lycia, Hdt.1.176, etc. -
2 ἀκτίς
A ray, beam: Hom. only dat. pl.,ἀκτῖσιν Od.5.479
, 19.441.ἀκτίνεσσιν 11.16
, Il.10.547 ;Ἠελίοιο ἀκτῖνες Mimn.11.6
, cf. Emp.84, Ar.Av. 1009, Arist.Mete. 374b4, etc.; sg., S.Tr. 685, cf. ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα, i.e. from south, S. OC 1247; ἀκτῖνες μέσαι noonday, E. Ion 1136; τὰ πρὸς ἀκτῖνα ἔθνη peoples of the East, Philostr. V A2.2:— of lightning,ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Pi.P. 4.198
;ὦ Διὸς ἀκτίς, παῖσον S.Tr.10
<*>6;πυρός Sopat.13
, Pl.Ti. 78d; of the eyes, ἀκτῖνας προσώπου, Pi.Fr. 123, cf. Ar.V. 1032; visual rays, Hipparch. ap. Placit.4.13.9.2 metaph., brightness, splendour, glory, ἀ. ἀγώνων, καλῶν ἐργμάτων, Pi.P.11.48, I.4(3).42; ἀκτῖνες ὄλβου splendid fortunes, Id.P.4.255.3 ray shot from the left by planet to planet (opp. ὄψις, q.v.), Heph.Astr. 1.16, Porph.Intr.p.189; τὴν ἀ. ἐπιφέρων Vett. Val. 136.19, cf. Ptol. Tetr. 126. -
3 ἀκτίς
ἀκτίς, ῖνος, ἡ (Hom.+; ins [e.g. IAndrosIsis 8]; LXX, En, TestAbr AB; TestJob; TestNapht 5:4; JosAs 5:6; 14:4 cod. A [p. 59, 5 Bat.]; SyrBar 12:3; GrBar; SibOr 3, 803; later form ἀκτίν, s. the foregoing) ray, beam of the sun (Straton of Lamps. [300 B.C.], Fgm. 65a Wehrli [’50] τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες; Ps.-Pla., Axioch. 13, 371d; Diod S 3, 48, 3; Wsd 2:4; 16:27; Sir 43:4; Philo, Conf. Lingu. 157; Jos., Ant. 19, 344; Herm. Wr. 10, 4b; Ath. 10, 3) B 5:10; ApcPt 5:15. Of the heavenly radiance of angels ApcPt 3:7 Funk (cp. En 106:5, 10 ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου). ἐξ αὐ[τῶν ἀκτῖν]ες πυρός 11, 26 (restored by Diels), [φλόγ]ες James (s. Klostermann mg. ad loc.).—DELG.
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… … Dictionary of Greek
εστία — εστία, η και στια, η 1. το μέρος του δωματίου όπου ανάβεται η φωτιά, η γωνιά, το τζάκι. 2. κατοικία, σπίτι, τόπος διαμονής: Πολλοί άνθρωποι διώχτηκαν από τις εστίες τους με τα πολεμικά γεγονότα. 3. μτφ., σημείο, τόπος όπου εκδηλώνεται κάτι απ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)